μικροβιομήχανος

μικροβιομήχανος
ο
ιδιοκτήτης μικροβιομηχανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιομηχανία — η παραγωγική μονάδα με μικρές εγκαταστάσεις και με μικρό αριθμό απασχολουμένων, επιχείρηση που από την άποψη τού μεγέθους εντάσσεται στο όριο μεταξύ τής βιομηχανίας και τής βιοτεχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”